- ναυαρχικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ναύαρχο.2. το ουδ. ως ουσ., ναυαρχικό το διακριτικό σήμα ναυάρχου ή αρχηγού στόλου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ναυαρχικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε ναύαρχο (α. «ναυαρχικό αξίωμα» β. «ναυαρχικές δικαιοδοσίες») 2. φρ. «ναυαρχικό σήμα» ή, απλώς, «ναυαρχικό» διακριτικό σήμα που υψώνεται σε ιστό στον τόπο ή στο πλοίο από όπου ο ναύαρχος ασκεί… … Dictionary of Greek